Kατά τον τελευταίο αιώνα τα φυτά αναπτύσσονταν με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 54.000 ετών και μετατρέπουν 31% περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα σε οργανική ύλη.
Η φωτοσύνθεση που κάνουν τα φυτά σε όλο τον κόσμο, ήταν σταθερή επί εκατοντάδες χρόνια πριν τη βιομηχανική επανάσταση, αλλά αυξήθηκε με γρήγορο ρυθμό στον 20ό αιώνα και συνεχίζει να αυξάνεται, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, κατά τον τελευταίο αιώνα τα φυτά αναπτύσσονταν με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 54.000 ετών και μετατρέπουν 31% περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα σε οργανική ύλη, σε σχέση με ό,τι έκαναν μέσω της φωτοσύνθεσης πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση.
Ο έξτρα άνθρακας που τα φυτά απορροφούν από την ατμόσφαιρα χάρη στην τουρμπο-ανάπτυξή τους, φθάνει τους 28 δισεκατομμύρια τόνους ετησίως, μία τριπλάσια ποσότητα σε σχέση με τον άνθρακα που είναι αποθηκευμένος σε όλα τα καλλιεργούμενα φυτά του πλανήτη κάθε χρόνο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Έλιοτ Κάμπελ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Merced, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", εκτιμούν ότι η συνολική φωτοσύνθεση στη Γη αυξήθηκε τουλάχιστον 30% κατά τα τελευταία 200 χρόνια. Η μελέτη δεν διερεύνησε τις αιτίες γι' αυτή την αύξηση, αλλά εκτιμάται ότι οφείλεται κυρίως στην κλιματική αλλαγή και στην αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα λόγω των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων. Από το 1850, η αύξηση του διοξειδίου έχει ξεπεράσει το 40%.
«Ουσιαστικά όλη η ζωή στον πλανήτη μας εξαρτάται από τη φωτοσύνθεση των φυτών. Το να παρακολουθούμε την πορεία της, πρέπει να αποτελεί κεντρικό στόχο για την ανθρωπότητα» δήλωσε ο Κάμπελ.
Η φωτοσύνθεση είναι η διαδικασία με την οποία τα φυτά συνεχώς χρησιμοποιούν τη φωτεινή ενέργεια του ήλιου για να μετατρέψουν το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας σε υδατάνθρακες, με τους οποίους τροφοδοτούν την ανάπτυξή τους και άλλες λειτουργίες τους - ενώ παράλληλα παράγουν ως υποπροϊόν το οξυγόνο που αναπνέουμε.
Οι επιστήμονες δεν έχουν ξεκάθαρη εικόνα πώς έχει εξελιχθεί η φωτοσύνθεση κατά τους τελευταίους αιώνες. Ορισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες μπορεί να έχουν ενισχύσει την ανάπτυξη των φυτών, άρα και τη φωτοσύνθεση, ενώ άλλες μπορεί αντιθέτως να έχουν «φρενάρει» τη φωτοσύνθεση. Αντικρουόμενα ευρήματα από διαφορετικά πειράματα έχουν πυροδοτήσει μια επιστημονική διαμάχη εδώ και χρόνια.
Ίσως η νέα μελέτη να δώσει ένα τέλος στις αμφιβολίες, καθώς ανακάλυψε ένα χημικό «αρχείο» της παγκόσμιας φωτοσύνθεσης που έχει διάρκεια εκατοντάδων ετών. Οι νέες εκτιμήσεις βασίσθηκαν στην ανάλυση αερίων (ιδίως του σουλφιδίου του καρβονυλίου) που έχουν παγιδευτεί σε διαδοχικά στρώματα των πάγων της Ανταρκτικής και τα οποία «προδίδουν» τη διαχρονική αύξηση των φυτών.
Τα φυτά απορροφούν το εν λόγω σουλφίδιο από τον αέρα μαζί με το διοξείδιο και μετά το διασπούν. Συνεπώς, όσο λιγότερο σουλφίδιο του καρβονυλίου υπάρχει στην ατμόσφαιρα, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάπτυξη των φυτών. Και αυτό ακριβώς βρέθηκε να έχει συμβεί εδώ και χιλιάδες χρόνια μετά το τέλος της εποχής των πάγων και, ακόμη περισσότερο, μετά τη βιομηχανική επανάσταση.
"Οι προηγούμενες μελέτες κάλυπταν μικρές γεωγραφικές περιοχές ή μικρές χρονικές περιόδους. Αυτή τη φορά, δημιουργήσαμε ένα μακρόχρονο αρχείο για όλο τον πλανήτη", ανέφερε ο Κάμπελ. Όπως είπε, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», ενώ η φωτοσύνθεση είχε αυξηθεί αμέσως μετά το λιώσιμο των πάγων και την άνοδο της θερμοκρασίας της Γης, σήμερα γίνεται με ρυθμό 136 φορές πιο γρήγορο σε σχέση με τότε.
Τα φυτά αφαιρούν το διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και με αυτό επιταχύνουν την ανάπτυξή τους και τη φωτοσύνθεση, όμως δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις ολοένα περισσότερες ποσότητες διοξειδίου που παράγονται από την καύση των ορυκτών καυσίμων.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα πώς θα αντιδράσουν τα φυτά στο μέλλον, αν οι εκπομπές διοξειδίου συνεχίζουν να αυξάνουν. Πιθανώς να αναπτυχθούν και να αυξήσουν τη φωτοσύνθεσή τους ακόμη περισσότερο ή μπορεί, μετά από ένα όριο ανόδου της θερμοκρασίας, να «φρενάρουν» την ανάπτυξή τους και να πάψουν να βοηθούν τους ανθρώπους στη συγκράτηση της κλιματικής αλλαγής.