Η μακροχρόνια έκθεση σε ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα αυξάνει σταδιακά τον κίνδυνο της υπέρτασης, σύμφωνα με μια ερευνητική μελέτη, περισσότερων από 41.000 πολιτών, που κυκλοφόρησε την Τρίτη.
Η ηχορύπανση - που προκαλείται από την κυκλοφορία οχημάτων - αυξάνει επίσης την πιθανότητα ανάπτυξης υπέρτασης, σύμφωνα με τους συντάκτες της εργασίας αυτής. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό European Heart Journal, εξέτασε 41.072 ανθρώπους που ζουν στη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Γερμανία και την Ισπανία.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τις συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων στον αέρα διαφόρων μεγεθών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων (PM 2,5) που διεισδύουν βαθιά μέσα στους πνεύμονες, κατά τη διάρκεια τριών διαφορετικών περιόδων.
Κάθε επιπλέον πέντε μικρογραμμάρια - ή εκατομμυριοστά του γραμμαρίου - σωματιδίων PM 2,5 ανεβάζουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά ένα πέμπτο για τους κατοίκους πιο μολυσμένων περιοχών, σε σύγκριση με εκείνους που ζουν σε λιγότερο μολυσμένες περιοχές.
Για την ηχορύπανση, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι άνθρωποι που ζουν σε θορυβώδεις δρόμους (με θόρυβο από τη νυχτερινή κυκλοφορία οχημάτων) κατά μέσο όρο είχαν αυξημένο κίνδυνο κατά έξι τοις εκατό, ανάπτυξης υπέρτασης, σε σύγκριση με εκείνους που ζουν κοντά στους δρόμους, όπου τα επίπεδα θορύβου ήταν χαμηλότερα κατά τουλάχιστον 20%.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο μέσος όρος των επιπέδων ρύπανσης είναι υψηλότερος στη Γερμανία και την Ισπανία.
Αυτά τα «τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι η μακροχρόνια έκθεση σε σωματίδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέεται με την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης υπέρτασης», σημειώνει η επικεφαλής της μελέτης Barbara Hoffmann (Πανεπιστήμιο του Ντίσελντορφ, Γερμανία).
Επιμέλεια: Στεφάνου Πένυ