Το 2014, η έκρηξη του ηφαιστείου Μπαρντάρμπουνγκα της Ισλανδίας, απελευθέρωσε τρεις φορές περισσότερο τοξικό αέριο από όλη την ευρωπαϊκή βιομηχανία, σύμφωνα με νέα μελέτη. Ορισμένες ημέρες μάλιστα, το γιγάντιο ηφαίστειο εξέπεμπε 120.000 τόνους τοξικών αερίων. «Πρόκειται για μια πραγματικά εντυπωσιακή έκρηξη, τη μεγαλύτερη στην Ισλανδία εδώ και περισσότερα από 200 χρόνια», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Άνια Σμιντ από το Πανεπιστήμιο του Λιντς. Η έκρηξη του ηφαιστείου ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2014 και διήρκεσε μέχρι τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους.
Η ποσότητα του διοξειδίου του θείου που απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα ήταν τόσο τοξική που οι ισλανδικές αρχές συμβούλευσαν το κοινό να παραμείνει σε εσωτερικούς χώρους. Τα σχολεία έκλεισαν, και τα υπαίθρια παιχνίδια και εκδηλώσεις ακυρώθηκαν. Οι δράσεις αυτές δεν ήταν απλά προληπτικά μέτρα. Η όξινη βροχή μπορεί να λιώσει κτίρια με ασβεστόλιθο και να καταστρέψει καλλιέργειες και κτηνοτροφικές μονάδες. Μεγάλες ποσότητες τοξικών αερίων στην ατμόσφαιρα μπορούν επίσης να επιδεινώσουν τα συμπτώματα του άσθματος και να επηρεάσουν την κλιματική αλλαγή.
Ο καθηγητής Τζον Στίβενσον από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, πιστεύει ότι το ηφαίστειο θα βιώσει μια πιο έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα κατά τα επόμενα 20 χρόνια, λόγω ενός φαινομένου που συμβαίνει κάθε 140 έτη. Το 1783 η έκρηξη του ηφαιστείου Λάκι ήταν δέκα φορές πιο ισχυρή και προκάλεσε μεγάλο λιμό στην Ισλανδία. Τα τοξικά αέρια είναι πιο επικίνδυνα από την καυτή λάβα. Τα σωματίδια τοξικών αερίων μπορούν να ταξιδέψουν μεγάλες αποστάσεις και αυτό μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του αέρα στη Βόρεια Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο και αρκετές άλλες χιλιάδες στη βόρεια Ευρώπη θα μπορούσαν να πεθάνουν λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, εάν συνέβαινε μια έκρηξη της κλίμακας του 1783. Η εκτεταμένη επίδραση της ροής τοξικού αερίου είναι δύσκολο να ελεγχθεί, σύμφωνα με τους ερευνητές, καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα συστήματα παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της πρόσφατης έκρηξης. Τώρα, με τη βοήθεια της εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, η ερευνητική ομάδα είναι αισιόδοξη ότι ένα νέο μοντέλο θα βοηθήσει την καταγραφή της ροής των τοξικών αερίων, σε συνδυασμό με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων.