Η ανάλυση των ηλεκτρικών σεισμικών σημάτων σε περιφερειακό επίπεδο, μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό ενός επικείμενου πολύ μεγάλου σεισμού, έως και δύο μήνες προτού αυτός συμβεί, σύμφωνα με μια νέα μελέτη ελλήνων και ιαπώνων επιστημόνων, με τη συμμετοχή των Ελλήνων φυσικών Νικ. Σαρλή, Ευθ. Σκορδά και Παν. Βαρώτσου της ομάδας ΒΑΝ. Η έρευνα μόλις δημοσιεύθηκε στο διεθνούς κύρους περιοδικό «Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ» (PNAS) και έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες παρεμφερείς μελέτες των ίδιων επιστημόνων, οι οποίοι εστιάζουν στις κατά τόπους διαχρονικές μεταβολές στο ηλεκτρικό πεδίο της Γης πριν από μεγάλους σεισμούς.
Οι ερευνητές, με πρώτο συγγραφέα της μελέτης τον Νικόλα Σαρλή, χώρισαν την Ιαπωνία, μια χώρα όπου οι σεισμοί είναι πολύ συχνό φαινόμενο, σε μικρές περιοχές και επανεξέτασαν για κάθε επιμέρους περιοχή τα προσεισμικά ηλεκτρικά σήματα, τα οποία καταγράφηκαν στις περιπτώσεις έξι πολύ ισχυρών επιφανειακών σεισμών μεγέθους άνω των 7,6 βαθμών. Οι σεισμοί αυτοί συνέβησαν κατά την περίοδο 1984 - 2011 και μεταξύ αυτών ήταν ο καταστροφικός σεισμός των εννέα βαθμών, που προκάλεσε το τεράστιο τσουνάμι και το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα.
Ήδη από προηγούμενες μελέτες τους (και στο PNAS το 2013) οι Έλληνες και Ιάπωνες επιστήμονες είχαν εντοπίσει, σε όλη την ιαπωνική επικράτεια, ότι οι διακυμάνσεις μιας σεισμικής παραμέτρου (της κ1), σε ένα νέο πεδίο χρόνου που ονομάζεται «φυσικός χρόνος», φθάνουν σε μία ελάχιστη τιμή λίγους μήνες πριν από μεγάλους σεισμούς. Η νέα μελέτη πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, δείχνοντας ότι οι ίδιες αυτές διακυμάνσεις της παραμέτρου κ1 φθάνουν στην ελάχιστη τιμή τους σχεδόν ταυτόχρονα (εντός δύο ημερών) τόσο σε όλη την Ιαπωνία, όσο και σε εκείνες τις μικρές περιοχές που βρίσκονται πιο κοντά από λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από το επίκεντρο του επερχόμενου μεγάλου σεισμού.
Η διαπίστωση αυτή, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δίνει νέες δυνατότητες σεισμικής πρόβλεψης, ιδίως όσον αφορά το πιθανό επίκεντρο ενός ισχυρού μελλοντικού σεισμού. Πάντως η πρόβλεψη για τη γεωγραφική περιοχή όπου πιθανώς θα συμβεί ο σεισμός, περιλαμβάνει μια αρκετά μεγάλη γεωγραφική περιοχή, της τάξης των εκατοντάδων χιλιομέτρων. Ο καθηγητής Παναγιώτης Βαρώτσος (γνωστός, μαζί με τους Αλεξόπουλο και Νομικό, από την αρχική δημιουργία της μεθόδου πρόβλεψης σεισμών με το ακρωνύμιο ΒΑΝ), καθώς και οι νεότεροι συνεργάτες του Νικόλας Σαρλής και Ευθύμιος Σκορδάς, ανήκουν στον Τομέα της Φυσικής Στερεάς Κατάστασης του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου από το 1995 ο Παν. Βαρώτσος διευθύνει το Ινστιτούτο Φυσικής του Στερεού Φλοιού της Γης. Οι Ιάπωνες ερευνητές Toshiyasu Nagao, Masashi Kamogawa, και and Seiya Uyeda προέρχονται από ιαπωνικά πανεπιστήμια και την Ακαδημία Επιστημών του Τόκιο.
Από το 1984 που πρωτοεμφανίστηκε, η μέθοδος ΒΑΝ χρησιμοποιεί ηλεκτρικά σεισμικά σήματα (SES) στο εσωτερικό της Γης για την πιθανή πρόβλεψη ενός σεισμού. Από τότε έως σήμερα, η μέθοδος μελέτης αυτών των σημάτων έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Εδώ και χρόνια, Ιάπωνες ερευνητές έχουν εφαρμόσει την μεθοδολογία του φυσικού χρόνου και των ηλεκτρικών σεισμικών σημάτων, καταλήγοντας, σύμφωνα με τον Έλληνα επιστήμονα, σε ανάλογα αποτελέσματα, όσον αφορά τις δυνατότητες πρόβλεψης, με αυτά που έχουν προκύψει από αντίστοιχες αναλύσεις σεισμών στην Ελλάδα.
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Παναγιώτης Βαρώτσος, «σε έναν μεγάλο σεισμό, αν και πολλοί συνήθως ρωτούν για την θέση του επικέντρου, πού είναι απλώς το σημείο από το οποίο θεωρούμε ότι ξεκινάει η θραύση, αυτό που τελικά συμβαίνει, είναι ότι διαρρηγνύεται μια εκτεταμένη ζώνη που έχει μήκος εκατοντάδες χιλιόμετρα. Εμείς, με τη μέθοδο του φυσικού χρόνου, ανιχνεύουμε ένα προσεισμικό σήμα λίγους μήνες πριν από τον σεισμό και εν συνεχεία προσδιορίζουμε τόσο τη μελλοντική επικεντρική περιοχή, όσο και τον χρόνο που αυτός θα συμβεί, προσεγγίζοντάς τον με ακρίβεια μερικών ημερών. Συνεχίζουμε την ερευνητική μας προσπάθεια παρά τις δυσκολίες. Κάθε μέρα μαθαίνουμε και κάτι περισσότερο».